- συνυποσχετικό
- το, Ν1. συμφωνητικό με το οποίο οι συμβαλλόμενοι υπόσχονται αμοιβαίως κάτι2. (νομ.) συμφωνητικό για εξαίρεση ορισμένης διαφοράς ή συνόλου διαφορών από τη δικαιοδοσία τών αρμόδιων δικαστηρίων και η υπαγωγή τους στη διαιτησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπόσχομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνυποσχετικόν, μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.