συνυποσχετικό

συνυποσχετικό
το, Ν
1. συμφωνητικό με το οποίο οι συμβαλλόμενοι υπόσχονται αμοιβαίως κάτι
2. (νομ.) συμφωνητικό για εξαίρεση ορισμένης διαφοράς ή συνόλου διαφορών από τη δικαιοδοσία τών αρμόδιων δικαστηρίων και η υπαγωγή τους στη διαιτησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπόσχομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνυποσχετικόν, μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνυποσχετικό — το συμφωνητικό ανάμεσα σε δύο για την υποβολή της διαφοράς τους σε διαιτησία: Οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας υπέγραψαν συνυποσχετικό με το οποίο ανέθεσαν τη λύση της διαφοράς σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου στο δικαστήριο της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανανίας — I Όνομα διαφόρων ιερωμένων και θεολόγων. 1. Αρχιεπίσκοπος Σιναίου (1661 70). Κατέφυγε στον πάπα της Ρώμης, όταν δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων στον οποίο υπαγόταν. Καθαιρέθηκε για τον λόγο αυτό το 1670. 2. Α. Α’.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”